- πλάκτρῳ
- πλά̱κτρῳ , πλῆκτρονanything to strike withneut dat sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επτάγλωσσος — ἑπτάγλωσσος, ον (Α) (για φόρμιγγα) με επτά τόνους («φόρμιγγ’ Ἀπόλλων ἑπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων», Πίνδ.) … Dictionary of Greek